ἴδηαι

ἴδηαι
ἴδηαι, [ per.] 2sg. [tense] aor. 2 subj. [voice] Med. of εἰδόμην, [dialect] Ep. for ἴδῃ. [full] ἴδημα, ατος, τό,= ὅραμα, Hsch.: [full] ἰδήμων,= εἰδ-, Id.: [full] ἰδήρατος, ον,
A beautiful, Id. [full] ἰδησῶ, [dialect] Dor. [tense] fut. of εἶδον, I shall see, Theoc.3.37. [full] ἰδίᾳ, v. ἴδιος v1. 2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἴδηαι — εἶδον see aor subj mp 2nd sg (epic) ἴ̱δηαι , ἰδέω know perf ind mp 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέσκελος — θέσκελος, ον (Α) 1. αυτός που κινείται από τον θεό, που εμπνέεται από τον θεό 2. αυτός που τελείται από θεό, θαυμαστός, υπεράνθρωπος («θέσκελα ἔργα ἴδηαι», Ομ. Ιλ.). επίρρ... θεσκέλως (Α) με θαυμαστό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. επικό… …   Dictionary of Greek

  • μεθίημι — (Α) 1. αφήνω, απολύω κάτι δεμένο ή χαλαρώνω κάτι τεντωμένο 2. λύνω, αφήνω κάποιον ελεύθερο, απελευθερώνω αιχμάλωτο («εἰ μὲν γὰρ κέ σε νῡν ἀπολύσομεν ἠὲ μεθῶμεν», Ομ. Ιλ.) 3. (για γυναίκα) διώχνω, αποπέμπω («ταύτην τε κελεύεις μετέντα θυγατέρα τὴν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”